τίγκα (επίρρ.)
όταν τα διάφορα δοχεία ή σκεύη είναι τελείως γεμάτα, ως απάνω, να ξεχειλίζουν
μτφ.: όταν έχουμε φάγει καλά, λέμε: “είμαι τίγκα”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τίγκα /ἐπίρ./ (τέγος) = πλήρης μέχρι στεφάνης (στέγης), ξέχειλος. Βλ. τσίγκα – τσίγκα.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Τίγκα: Προσδιοριστικός επιρρηματικός τύπος του ρ. τέγγω, είμαι υπερπλήρης, (λατ. tingo <tingua). Απαντά η ομηρική έκφραση «έτεγγε δακρύων» = έχυσε άπειρα δάκρυα. Στην προκειμένη περίπτωση «τίγκα το φόρτωμα»= πέραν του δέοντος φόρτωμα, υπερπλήρεις φορτωμένοι σάκκοι στο υποζύγιο, «τιγκαρισμένοι».Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα
βλ. και τρίγγα