τζένια (τα)
απαντάται στον πληθυντικό: γνώμη, δεξιοεχνία.
“Βάλ΄ τα τζένια σου …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τζένιο /τὸ/ (Ἰ. ingenio) = ἰδιοφυΐα, ἐπιτηδειότης, ἐφευρετικότης, δεξιοτεχνία: «ἔβαλε τὰ τζένια τ’ καὶ τὸ κατάφερε».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης