αποκολλωμένη (η)
απογοητευτική απάντηση σε πρόταση ή σε αίτηση ή απαίτηση κάποιου.
Απόρριψη προτάσεως: “Επήρε την αποκολλωμένη του, κι έφυγε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀποκολλωμένη: /ἡ/ (ἀπὸ-κολλῶ) = ἀπόρριψις σοβαρᾶς προτάσεως ἢ αἰτήματος (οἶον προτάσεως γάμου κ.τ.τ.) «ἐπῆρε τν ἀποκολλωμένη τ’».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Από το ρήμα από-κολλώμαι. Η μετοχή εννοεί απόρριψη. Λέμε: “πήρε τ΄ν΄ αποκολλωμέν΄ του”. Δηλαδή την απογοήτευση! Προβληματίζει η ορθογραφία (μας). Γιατί κωλώνω, υποχωρώ, από το ουσιαστικό κώλος και κατάληξη ώνω (Ανδριώτης). Και ο Δημητράκος, οπισθοχωρώ με τα νώτα ή πάω κώλο κώλο. Μήπως λοιπόν το σωστό είναι να γράφομε από-κωλωμένη;
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης