σφυρίδι (το)
πλεχτός σάκος με βούρλα ή τραγόμαλλο σε σχήμα φακέλου που το χρησιμοποιούσαν παλιότερα στα λιτρουβειά για να βάνουν μέσα στο ζυμάρι της αλεσμένης ελιάς για να τη στείψει η μηχανή. Τα σφυρίδια τα αντικατέστησαν τα τσόλια. Με τα σφυρίδια έστειφταν και τα τσίπουρα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σφ(υ)ρίδ(ι) /τὸ/ (σφυρίς, σπυρίδιον) = πλεκτὸν σκεῦος ἐκ βούρλων (ἐν εἴδει δισκοειδοῦς φακέλλου ἀνοικτοῦ κατὰ τὸ κέντρον τῆς μιᾶς ἐπιφανείας) ἐκ τῶν χρησιμοποιουμένων ἐπαλλήλως πρὸς ἔκθλιψιν στεμφύλων, ποδόμακτρον ἐξ ἐφθαρμένου τοιούτου σκεύους.
Σφῃρίδι § στρογγυλοειδές τι ψάθινον ἀγγεῖον, ὅπερ πληρούμενον ὑπὸ ἐλαιοκάρπου, τίθεται ὑπὸ τὸ πιεστήριον τοῦ ἐλαιοτριβείου.
Σημ. Ἐκ τοῦ σφαιρίδιον (Σύλλ. 27).