στανιό (το)
κάτι που γίνεται ακούσια, παρά τη θέληση μας.
“με το στανιό το πήρα” – “γαμώ το στανιό σου”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Στανιὀ /τὸ/ (Λ. stanno -are) = βία, πειθαναγκασμός, ἐκβίασις.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
«(Με το) στανιό» = με το ζόρι, εκ του ρ. στείνω αντί στένω (στενό) = στενεύω = υποχρεώνω, εξαναγκάζω, εξ ου και στενωπός (στενός+οπή) = στενόχωρος.
Μαλακες -
Stagno (ιταλ.) =λίμνη που δεν συνδέεται με τη θάλασσα.
ΑΛΒΑΝΟΛΟΓΟΣ -
Είναι σλα΄βικη λέξη.