σπαρανιάρω και σπαρανιάζω
οικονομώ, προσέχω στη διατήρηση και διαφύλαξη ορισμένων πραγμάτων, π.χ. ρούχων, τροφίμων κ.ά.
“μα δεν σπαρανιάρουμε καθόλου το τυρί, όποιος θέλει ανοίγει τη λάτα και παίρνει” – “Α, εγώ, τα σπαρανιάρω τα ρούχα μου”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σπαρανιάρω (Ἰ. sparagnare) = κάμνω φειδωλὴν χρῆσιν, οἰκονομῶ.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Σπαρανιάζω = φειδῶ οἰκονομία, σπαρανιάζω τά ροῦχα μου (φυλάω τά ροῦχα μου).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής