σκουντράω
πέφτω απάνω σε εμπόδια.
φράσεις: “εσκούντρησα απάνω στον τοίχο” – “εσκούντρησανε τα κεφάλια τους”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σκουντράω (Ἰ. scontrare, Λ. scutra) = προσκόπτω, προσκρούω, συγκρούομαι.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Χτυπάω σε κάτι ιδίως με το κεφάλι. και σκουντάω (χωρίς το ρ). ‘Εχει σχέση με το αρχαίο ακοντίζω, κοντώ (κοντός είναι το κοντάρι και φυσικά ακόντιο).
Σχετικό είναι και το σκουντουφλώ (κοντο-βολώ), σκοντάφτω, αλλά και το ουσιαστικό κούτρα, το μέτωπο (λατινικό scutra).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Σκουντράω, ἰδὲ κουτράω.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου