σαλαμούρα (η)
- η αρμύρα, κατασκευασμένη ειδικά για τη συντήρηση ορισμένων φαγώσιμων, όπως του τυριού, των ελιών κ.ά.
- είδος γιαουρτιού που το έφκιαναν στα χωριά της Ν. Λευκάδας, όπου υπήρχε μεγάλη κτηνοτροφία. Την έφκιαναν το 15αύγουστο για να τη γευτούν μετά της Παναγίας. Μείγμα μυζήθρας και γάλατος. Την έβαζαν να ζυμωθεί σ΄ ένα σκοπούλι, στον ίσκιο πάντα το κρεμούσαν.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σαλαμοῦρα /ἡ/ (Ἰ. salamoia, Σ. σαλαμούρα) = ἅλμη πρὸς διατήρησιν τροφίμων (τυροῦ, ἐλαιῶν, τουρσίου κ.τ.τ.), ἰχθυάλμη.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης