βιος (το)
η περιουσία του καθενός μας, κινητή και ακίνητη, κοινώς βιο.
“Σπατάλησε όλο το βιος του πατέρα του”. Παροιμία: “Το βιος στο βιο πάει”, δηλ. όπου τα πολλά πάνε και τα λίγα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βιὸ-ς /τὸ/ (βίος) = τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἐφόδια, περιουσία, πλοῦτος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης