βερέμης (ο)
ο καχεκτικός, ο ασθενικός, ο δύστροπος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βερέμ(η)ς /ὁ/ (Ἀ.Τ. βερὲμ) = πρασινοκίτρινος, καχεκτικός, φθισικός.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Υπάρχει και σαν Καρσάνικο παρατσούκλι.
Κατά το λεξικό του Δημητράκου, βερεμής θα πει καχεκτικός και μεμψίμοιρος. Η λέξη είναι τούρκικη.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης