Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πινομή (η)

[από το επινέω – επινομία – επινομή = “το δια συμβάσεως παρεχόμενον δικαίωμα εις τους κατοίκους δύο γειτονικών χωρών να βοσκούν τα κτήνη των οι μεν εις την χώρα των δε” (Λεξ, Πρωίας)].
μτφ.: εξ αιτίας κάποιου, από φταίξιμο κάποιου.
φράσεις: “για π΄νομή σου το ΄παθα εγώ αυτό” – “Για π΄νομή σου (ή για πομπή σου) γέρο-Μάρτη έβγαλα κι εγώ κατσίκια”.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.