Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μόστρα (η)

φιγούρα, δείγμα, βιτρίνα. φράση: “Για μόστρα το κρέμασες αυτό το παλιοβράκι;”
Μόστρα σημαίνει και τη φάτσα, το πρόσωπο. “Του χάλασε τη μόστρα” – του μαύρισε το πρόσωπο.
Μόστρα λέμε και το δείγμα κρασιού που παίρνει (έπαιρνε μάλλον) ο οινομεσίτης για τις ταβέρνες της Χώρας. “Κουμπάρε, δεν παίρνεις μια μόστρα, έχω ωραίο κεροπάτη“.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μόστρα /ἡ/ (Ἰ. mostra) = δεῖγμα, ἐπίδειξις, ὄψις, προθήκη καταστήματος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.