πέτσα (η)
- “τόπι” υφάσματος πολλών μέτρων
- το δέρμα, το πετσί (“το δοκίμασα στο πετσί μου”), πέτσα πληγής, η πέτσα του γάλακτος, η πέτσα του ψωμιού
- γιωμένη (μελαμψή) πέτσα = άνθρωπος ύπουλος και κακούργος
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πέτσα /ἡ/ (Ἰ. pezza) = τόπι ὑφάσματος, λεπτὸν περίβλημα, ἐπιδερμίς, μεμβράνα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
πέτσα (ἡ): ἐπιδερμίδα, ἐπικάλυψη.
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου