πατήκι (το)
- το κάτω μέρος – ο γύρος – των δύο σκελών στο γυναικείο συντρόφι (=βρακί).
Στο πατήκι ράβανε κατάλευκο καναλωτό καμούφφο, μια πλατιά δηλ. δαντέλα. Έχομε όμως και ακαμούφφωτα πατήκια. Στο πατήκι του βρακιού έκαναν συχνά και κεντήματα. Σε προικοσύμφ. 1750 (χωριό Πλατύστομα, Νο 176 – Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “Ένα βρακί γυναικείο κεντημένο στο πατήκι μονάχα” - χαλασμένο παπούτσι πατημένο στη φτέρνα
- τα ίχνη πατήματος.
φράσεις: “τον επήρε στα πατήκια” ή “του μπήκε στα πατήκια”, δηλ. τον κυνηγά.