Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πατήκι (το)

  1. το κάτω μέρος – ο γύρος – των δύο σκελών στο γυναικείο συντρόφι (=βρακί).
    Στο πατήκι ράβανε κατάλευκο καναλωτό καμούφφο, μια πλατιά δηλ. δαντέλα. Έχομε όμως και ακαμούφφωτα πατήκια. Στο πατήκι του βρακιού έκαναν συχνά και κεντήματα. Σε προικοσύμφ. 1750 (χωριό Πλατύστομα, Νο 176 – Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “Ένα βρακί γυναικείο κεντημένο στο πατήκι μονάχα”
  2. χαλασμένο παπούτσι πατημένο στη φτέρνα
  3. τα ίχνη πατήματος.
    φράσεις: “τον επήρε στα πατήκια” ή “του μπήκε στα πατήκια”, δηλ. τον κυνηγά.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.