πατέντα (η)
δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, έγγραφο διαγωνισμού, άδεια υγειονομείου, για να αποπλεύσει ή να μπει στο λιμάνι το πλεούμενο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πατέντα /ἡ/ (Ἰ. patente) = δίπλωμα εὑρεσιτεχνίας, φίρμα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης