Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πατέντα (η)

δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, έγγραφο διαγωνισμού, άδεια υγειονομείου, για να αποπλεύσει ή να μπει στο λιμάνι το πλεούμενο.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πατέντα /ἡ/ (Ἰ. patente) = δίπλωμα εὑρεσιτεχνίας, φίρμα.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.