μπακανιάζω
γίνομαι αδύναμος, κιτρινιάρης, και με φουσκωμένη κοιλιά από μεγαλοσπληνία. Συνήθως μπακανιάρηδες ήταν όσοι έπασχαν από ελονοσία.
Σ΄ ένα λαϊκό στιχούργημα του τόπου μας, που χαρακτηρίζει επιγραμματικά, με σατιρική πάντα διάθεση, τους κατοίκους του κάθε Λευκαδίτικου χωριού διαβάζομε: “Στο Σύβρο μπακανιάρηδες και κολοκυθοφάγες”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπακανιάζω (Ἰ. bacca) = πάσχω διόγκωσιν τῆς κοιλίας, πάσχω μεγαλοσπληνίαν.
Μπακανιάρ(η)ς /ὁ/ (Ἰ. bacca) = ὁ ἔχων διογκωμένην κοιλίαν ἐκ παθολογικῆς αἰτίας.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης