Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπακανιάζω

γίνομαι αδύναμος, κιτρινιάρης, και με φουσκωμένη κοιλιά από μεγαλοσπληνία. Συνήθως μπακανιάρηδες ήταν όσοι έπασχαν από ελονοσία.
Σ΄ ένα λαϊκό στιχούργημα του τόπου μας, που χαρακτηρίζει επιγραμματικά, με σατιρική πάντα διάθεση, τους κατοίκους του κάθε Λευκαδίτικου χωριού διαβάζομε: “Στο Σύβρο μπακανιάρηδες και κολοκυθοφάγες”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μπακανιάζω (Ἰ. bacca) = πάσχω διόγκωσιν τῆς κοιλίας, πάσχω μεγαλοσπληνίαν.

Μπακανιάρ(η)ς /ὁ/ (Ἰ. bacca) = ὁ ἔχων διογκωμένην κοιλίαν ἐκ παθολογικῆς αἰτίας.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.