παράγκο ή παλάγκο (το)
- πρόχειρο σανιδένιο καταφύγιο γεωργών σε περιπτώσεις κακοκαιρίας. Πρόσκαιρη αποθήκη.
- σύστημα τροχαλιών στα ιστιοφόρα για φορτώσεις και ανυψώσεις μεγάλων βαρών, σύσπαρτον.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Παράγκο /τὸ/ (Ἰ. parare -anca, baracca) = πρόχειρον δρύφρακτον, παραβάν, σκέπαστρον ἐκ σανίδων.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης