κολ΄τσάκι -ια (το)
δίδυμο άγκιστρο, δύο σιδερένια χερούλια σε σχ. κεράτων βοδιού στο πίσω μέρος του σαμαριού, καρφωμένα στα ψάλια (“κεκαμμένα ημικυκλικά μπρατσόλια“).
Απ΄τα κολτσάκια περνούσε η τριχιά (χοντρόσκοινο) με την οποία πρόσδεναν το φορτίο. Απ΄ τα κολ΄τσάκια κρεμούσαν “οι πατέρες και οι πρόγονοι ημών” διάφορα πράγματα, π.χ. σακούλια με ψωμιά, ψάρια στο βούρλο, κουνουπίδια κ.α.
“Γλωσσάριον” Γ.Χ. Μαραγκού: “Κολτζάκια λέγονται τα αγκιστροειδή σίδηρα τα προσκεκολλημένα όπισθεν των σαμαρίων, δι΄ων συνδέεται το φορτείον” (1758).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κολτσάκι /τὸ/ (Τ. καλτάκ, κολτσὰκ) = δίδυμον σιδηροῦν ἄγκιστρον (ἐν εἴδει κεράτων βοός), καρφωμένον εἰς τὸ ὀπίσθιον πλαίσιον τοῦ σάγματος πρὸς διαπέρασιν τῶν σχοινίων προσδέσεως τοῦ φορτίου.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Κολτσάκια = δίδυμος σιδηρένιος κρίκος στερεωμένος στό πίσω πάνω μέρος τοῦ σαμαριοῦ γιά τό στερέωμα τοῦ φορτίου μέ τά σχοινιά.