αργαλίστρα (η)
αϋφάντρα
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀργαλίστρα: /ἡ/ (ἐργαλεῖον, ἀργαλειὸς) = ἡ τεχνήτρα τοῦ ἀργαλειοῦ, ἡ ὑφάντρα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἀργαλίστρα = χειρίστρια τοῦ ἀργαλειοῦ.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής