απίκου, απίκο (επίρρ.)
είμαι έτοιμος, κοντά, στέκω στο στάχυ.
“Εγώ είμαι απίκου για να ξεκινήσομε” = τα ΄χω όλα έτοιμα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀπίκου: /ἐπίρ./ (Ἰ. appico) = πρόχειρον, εὔκαιρον, προσηρτημένον.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Είναι το ιταλικό a picco (δυο λέξεις). Αρχικά -λένε οι ειδικοί- αποτελούσε ναυτικό όρο και αφορούσε την άγκυρα, που είναι έτοιμη για μάζεμα και σήμαινε έτοιμος. Σε μας η φράση “είμαι απίκου” (επίρρημα), σημαίνει κοντά, σιμά. Λέμε εκεί δα απίκου. Η γραφή του Λάζαρη appico, είναι λαθεμένη.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Απίκο: επιρρηματικός τύπος εκ του απίκω (από + ίκω) = καταφθάνω αμέσως πίσω. «Άπ-ιξις ιων. αντί άφιξις». (Λεξ. Αρχ. Ελλην. Ιων. Σταματάκου). Εκ του ίκω και το ικνέομαι, δωρ. είκω = έρχομαι εις, φθάνω εις… Συνήθως λέμε «θα είμαι απίκο» ή «απίκο θα πάω και θά ‘ρθω».
Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα