αμαλαγιά (η)
- τόπος αβόσκητος. μτφρ.: η καλοπέραση ορισμένων σε ξένα σπίτια. Π.χ. για τους αρραβωνιασμένους που καλοπερνούν στα πεθερικά λέμε: “Ηύρε αμαλαγιά”, καλοπερνάει, κάνει ο,τι θέλει.
- αμάλαγος, ο αθώπευτος
- επί νεανίδων παρθένων: “Πέσαμε σε αμαλαγιά …”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀμαλαγιὰ: /ἡ/ (ἀ-μαλάσσω) = ἀπουσία προσώπων καὶ ἐμποδίων, ἐρημία, ἡσυχία.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης