ακουρμάζομαι
ακούω με προσοχή κάτι, αλλά και ακούω κρυφά, ρίχνω αυτί: “Για ακουρμάσου τι λένε, κι έλα πες μου”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀκουρμάζομαι: (ἀκρόαμα) = ἀκροῶμαι, ἀκούω μετὰ προσηλώσεως.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης