σκάρ(ι)σος -η -ο
Σκάρ(ι)σος -η -ο (Ἰ. scarso) = ἐλλιπής, πενιχρὸς τὴν ζύγισιν, φειδωλὸς τὴν ποσότητα.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Σκάρ(ι)σος -η -ο (Ἰ. scarso) = ἐλλιπής, πενιχρὸς τὴν ζύγισιν, φειδωλὸς τὴν ποσότητα.