ξετραχηλίζω -ομαι
αντικαθιστώ τη φθαρμένη τραχηλιά, σε γυναικείο πουκάμισο της παραδοσιακής φορεσιάς της Λευκάδας. Η πράξη της συρραφής και το ανάλογο ύφασμα λέγεται ξετραχήλιση. Τις τραχηλιές τις έδιναν – συχνά – και προίκα, ανεξάρτητα από το πουκάμισο. [Σύγχρονη έκφραση: και δεύτερος γιακάς].
Σε καταγρ. κινητής περιουσίας του 1701, Νο 14 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “τραχηλιές γυναικείες δύο”.
Το μέσο τραχηλίζομαι σημαίνει χαλαρώνομαι, μοσκάρω, ανοίγω, σχίζω την τραχηλιά από θλίψη.