αποσκυβαλίζω
πετάω τα σκύβαλα, και μτφ. = περιφρονώ, απορρίπτω κάτι το άχρηστο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀποσκ(υ)βαλίζω: (ἀπὸ-σκύβαλον) = περιφρονῶ, ἀποδιώκω σκαιῶς.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
πετάω τα σκύβαλα, και μτφ. = περιφρονώ, απορρίπτω κάτι το άχρηστο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀποσκ(υ)βαλίζω: (ἀπὸ-σκύβαλον) = περιφρονῶ, ἀποδιώκω σκαιῶς.