ξελακώνω
- σκάφτω βαθιά, βγάζοντας πέτρες και ρίζες, αν τύχουν, για να καλλιεργήσω αμπέλι.
- βγάζω τα χώματα γύρω απ΄ τις ρίζες ορισμένων φυτών για να ποτιστούν ή να λιπανθούν.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξελακώνω (ἐκ-λάκκος) = ἀνασκάπτω βαθέως, ἀφαιρῶ τὰ περὶ τὴν ρίζαν φυτοῦ χώματα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης