μονοτάρου (επίρρ.)
μαζί, όλα μαζί, την ίδια στιγμή. φράση: “Έφαγε τέσσερα γλυκά μονοτάρου” – ” Έπιε το καθάρσιο του μονοτάρου, όλο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μονοτάρου /ἐπίρ./ (μόνος-τείρω, τορῶς) = ὁμαδόν, διὰ μιᾶς, ταυτοχρόνως, ὅλα μαζύ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης