αγάντα (επιρρ.)
- Ναυτικός όρος, προστακτική του ρήματος αγαντάρω που πήρε την σημασία επιρρήματος = δύναμη, αντίσταση. Φράσεις: “κάνε αγάντα” = πιάσου και κρατήσου καλά ή απλή παρακέλευση: “αγάντααα…” = βάστα καλά. Στα λιμάνια αγάντες λένε τους στύλους ή πασσάλους που δένουν τα πλεούμενα: “έχει πολλές αγάντες εδώ ο μώλος”.
- Έχει την σημασία της βοήθεια από ή σε κάποιον: “Κάμε του αγάντα” ή “μόκαμε αγάντα”.
- Σημαίνει πράξη ή ενέργεια χωρίς περιορισμό: “βαράτε αγάντα” ή “φάτε αγάντα” κλπ.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Επίρρημα ναυτικό, που σημαίνει αντίσταση και προσπάθεια για καλύτερο αποτέλεσμα. Στο χωριό ακούγεται συχνά. Αγάντα να τελειώσουμε! Απ΄ το λιμάνι πέρασε στη ζωή των στεριανών. Το σχετικό ρήμα είναι αγαντάρω, ιταλικής προέλευσης, agguantare, που σημαίνει αρπάζω, κρατώ. Μας θυμίζει (δεν είναι άσχετο) το … γάντι (γαλλικό gant).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης