μαλάτσα (η)
άπνοια, ζέστα με πολλή υγρασία, μαλακός καιρός, βροχερός και ζεστός.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μαλάτσα /ἡ/ (Ἰ. maluzzo) = θερμὴ ὑγρασία μετ᾿ ἀπνοίας, κακοκεφιά.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης