σπαράζω
Σπαράζω § ξεσχίζω. Π. τὸν ἔπιασε καὶ τὸν ἐσπάραξε. § Μέσ. ἰδ. σπαρνάω. Π. τὸν εἶδα κ’ ἐσπάραξ’ ἡ καρδιά μου. ΚΝ.
Σημ. Ἐκ τοῦ σπαράσσω κατὰ τὰ Δωρ. συρίσδω (= συρίζω), ἀντὶ συρίσσω.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Σπαράζω § ξεσχίζω. Π. τὸν ἔπιασε καὶ τὸν ἐσπάραξε. § Μέσ. ἰδ. σπαρνάω. Π. τὸν εἶδα κ’ ἐσπάραξ’ ἡ καρδιά μου. ΚΝ.
Σημ. Ἐκ τοῦ σπαράσσω κατὰ τὰ Δωρ. συρίσδω (= συρίζω), ἀντὶ συρίσσω.