κούρναρος
Κούρναρος = τελευταῖος ὅλων, ἐγώ μένω κούρναρος (ἐγώ μένω τελευταῖος).
βλ. και: κ(ου)ρούνας αλλά και κουρούνης (ο)
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Κούρναρος = τελευταῖος ὅλων, ἐγώ μένω κούρναρος (ἐγώ μένω τελευταῖος).
βλ. και: κ(ου)ρούνας αλλά και κουρούνης (ο)