Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπούγιο (το)

  1. το βράσιμο του νερού. φράσεις: “το νερό επήρε μπούγιο, ρίξε τα λάχανα να βράσουν” – “Άμα πάρει δυο μπούγια κατέβασέ το απ΄ τη φωτιά”.
  2. θυμός, οργή, “επήρε ένα μπούγιο παραλίγο να μας βρίσει”.
  3. για τον καιρό λέμε: “είναι μοπυγιάδος”, δηλ. έχει κακοκαιρία.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μπούγιο /Γλ. boullir) = βράσις, βρασμός, κοχλασμός. (Ἰ. buio) = ὄγκος ἐμφανής.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Είναι το ιταλικό buio. Αντίστοιχο το ντόρος (αγνώστου ετύμου), ο θόρυβος, η εντύπωση.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.