κοντραρίζω
Κοντραρίζω = πάω κόντρα σέ κάποιον, τοῦ ἀντιμιλῶ προκλητικά, τόν κοντράρισα, τοῦ πῆγα κόντρα.
βλ. και κοντράρω
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Κοντραρίζω = πάω κόντρα σέ κάποιον, τοῦ ἀντιμιλῶ προκλητικά, τόν κοντράρισα, τοῦ πῆγα κόντρα.
βλ. και κοντράρω