πόρτιγο ή αβέρτο (το)
το μεγάλο δωμάτιο του σπιτιού, που συνήθως ήταν μετά την κύρια είσοδο. Ήταν χώρος υποδοχής για χαρές και λύπες. Το βρίσκομε και στα αστικά και τα χωριάτικα σπίτια.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πόρτ(ι)γο /τὸ/ (Ἰ. portico) = τὸ ἅμα τῇ εἰσόδῳ διαμέρισμα τῆς οἰκίας, τὸ χώλλ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
πόρτικ(γ)ο (τό): στοά, ὑπόστεγο, χώλ, (ΒΕΝ. pòrtego, IT. portico).
πορτέλο ἤ πόρτιγο (τό): κεντρική εἴσοδος οἰκίας, (BEN. portélo).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου