δομάει και δομάω
ρήμα απρόσωπο απαντάει πάντοτε ασυναίρετο στο γ΄πρόσωπο συνοδευόμενο από το με = μου ΄ρχεται να κάμω κάτι.
“Με δομάει να πάω να τόνε βρω”. Ανάλογα είναι τα : με διψάει = διψώ, με πεινάει = πεινώ, με βολεί = με χωράει, με βολεύει κλπ.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Δομάω (δὶς-μάω, μαίομαι, δαμάω;) «μὲ δομάει» = αἰσθάνομαι τὴν παρόρμησιν ἀλλὰ συγκρατοῦμαι, παρ’ ἐπιθυμίαν πρὸς ἐνέργειαν, διστάζω.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Δομάω, § αἰσθάνομαι ὁρμήν, σφρῖγος εἰς τὸ πρᾶξαί τι ἀπαίσιον· εὐχρηστεῖ μάλιστα ἐν τῇ Φρ. ἄ᾿ δὲ᾿ μοῦ δομάει νὰ σὲ πνίξω νὰ σὲ σκοτώσω, = ἂν δὲν μοῦ ἔρχεται μανία νὰ σὲ κτλ.
Σημ. Πιθανῶς ἐκ τοῦ δέμας, δεμάω, δομάω.