κλεισοῦρα
Κλεισοῦρα /ἡ/ (κλεῖσις, κλεισώρεια, Λ. clausura) = ὁ περιορισμὸς ἐντὸς οἰκίας, τόπος κλειστὸς χωρὶς ἄποψιν.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Κλεισοῦρα /ἡ/ (κλεῖσις, κλεισώρεια, Λ. clausura) = ὁ περιορισμὸς ἐντὸς οἰκίας, τόπος κλειστὸς χωρὶς ἄποψιν.