δόμος (ο) ή δομός
ο όχθος
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Δομὸς /ὁ/ (δόμος) = σειρὰ οἰκοδομημένων λίθων, κάθετος τομὴ τοῦ ἐδάφους, ὄχθος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
σειρά οἰκοδομημένων λίθων, κάθετος τομή ἐδάφους, ὄχθος, (ΑΡΧ = δόμος).
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου
πρανές, το κάθετα από χώμα χώρισμα δρόμου ή χωραφιού
Γλωσσάριο Κ. Πατρίκιου
(ιδμ) βραχώδες ή χωμάτινο υψωματάκι
(κρλ) στρώση λίθων ή τούβλων στην τοιχοποιΐα (Πιθανή μετάφραση από το ιταλικό domo = τρούλλος)
Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε
Αθηνά Ήρωνος -
Μπράβο για την δουλειά που έχετε κάνει! Ως μεταφράστρια, χρειάστηκα βοήθεια με την κατανόηση αρχιτεκτονικών κειμένων και μόνο εδώ βρήκα απάντηση!
Νίκος Καββαδάς -
Χαιρόμαστε ιδιαίτερα που η μακροχρόνια εθελοντική μας προσπάθεια σας φάνηκε χρήσιμη. Ευχαριστούμε για το σχόλιό σας!