τζιαλιστίζω
Τζιαλιστίζω /ἀρχ./ (Ἰ. gialleggiare) = χλωμιάζω, κιτρινίζω, ἐξαντλοῦμαι, πληρώνω εἰς χρυσόν.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Τζιαλιστίζω /ἀρχ./ (Ἰ. gialleggiare) = χλωμιάζω, κιτρινίζω, ἐξαντλοῦμαι, πληρώνω εἰς χρυσόν.