κάτσε, (τον) κάτσανε
Το πρώτο είναι μεσαιωνικός τύπος (κάθισε), προστακτική του ρήματος καθίζω. Το δεύτερο όμως, που μας ενδιαφέρει περισσότερο εδώ, στη συνηθισμένη φράση, “τον κάτσανε”, σημαίνει το ονομάσανε (με παρατσούκλι συνήθως) από κάτι, που χαρακτήριζε, ελάττωμα κ.λπ. Ο τύπος απαντά στον αόριστο. Μια μεταφορική έννοια κατά τα λεξικά του καθίζω είναι το ορίζω, προσδιορίζω
Λέμε: τούκατσε στο στομάχι, ενοχλητικός. Ή “μου κάθεται στο στομάχι, σβέρκο κ.λπ”. μου είναι δηλαδή αχώνευτος. Έτσι κάποιον (ενοχλητικό), όπως αυτός τους έκατσε ,τον κάτσανε κι αυτοί, τον ‘βάφτισαν’ με το παρατσούκλι (ή του κόλλησαν) ας πούμε “καμπούρης”.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης