σ(υ)μπονεμένος -η -ο
Σ(υ)μπονεμένος -η -ο / συμπονεμένος = ὁ αἰσθανόμενος πόνον ἄνευ ἐμφανοῦς κακώσεως, ὁ προελθὼν ἐκ συμπονεύσεως (γάλα ἐρυθρωπόν, οὖρα θολὰ κ.τ.τ.).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Σ(υ)μπονεμένος -η -ο / συμπονεμένος = ὁ αἰσθανόμενος πόνον ἄνευ ἐμφανοῦς κακώσεως, ὁ προελθὼν ἐκ συμπονεύσεως (γάλα ἐρυθρωπόν, οὖρα θολὰ κ.τ.τ.).