δειάφι (το)
το θειάφι, τειάφι, θείον.
Το τειάφι είναι γεωργικό φάρμακο, καταπολεμά κυρίως την αρρώστια που οι χωρικοί μας τη λένε ανάγκη, ένα είδος στάχτης που επικάθεται στα σταφύλια. Τα κλήματα αυτά τα λέμε αναγκεμένα.
Το τειάφι στη θεραπευτική: Σε γιατροσόφι παλιό γράφεται: “Εις μύτην φάγουσα. Πάρε δειάφι και λιβάνι και βάλε κάρβουνα εις ένα βύσαλο να καπνίσεις τον πόνο …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Δειάφι /τὸ/ = θεῖον, θειάφι.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Δειάφι § θεῖον, θειάφιον.
Σημ. Καθ’ ὑποκορισμὸν (Σύλλ. 4). Ὁ ἐτυμολ. γρ. Τιάφιον (εν. λ.) ὁ Βυζ. θειάφι.