σήτα καί σίτα
Σήτα καί Σίτα /ἡ/ (σήθω) = συρμάτινον μετάξινον λεπτὸν πλέγμα (τεταμένον ἐπὶ ἀβαθοῦς κυλινδρικοῦ ξυλίνου πλαισίου) πρὸς κοσκινισμὸν τοῦ ἀλεύρου, κρισάρα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Σήτα § τὸ κόσκινον.
Σημ. Ἐκ τοῦ σήθω (Σύλλ. 18) καὶ οὐχὶ ὡς θέλει ὁ Δάρβ. ἐκ τοῦ λατ. Seta (= χειρόθριξ) (γραμ. σ. 417).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου