παρασγαρτάρω
Παρασγαρτάρω (παρὰ-Ἰ. sgarrare, Ἀ. Τ. ἠσγὰρ) = εἶμαι ἀσύμμετρος, διαφέρω, ἐκφεύγω, σφάλλομαι.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Παρασγαρτάρω (παρὰ-Ἰ. sgarrare, Ἀ. Τ. ἠσγὰρ) = εἶμαι ἀσύμμετρος, διαφέρω, ἐκφεύγω, σφάλλομαι.