μπλατσάρω
Μπλατσάρω (Ἀλ. μbλαshὶτ) = προφθάνω, προλαμβάνω φεύγοντα πρὸς χειροδικίαν. «ἄειντε καὶ σἂ σὰ μπλατσάρω».
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Μπλατσάρω (Ἀλ. μbλαshὶτ) = προφθάνω, προλαμβάνω φεύγοντα πρὸς χειροδικίαν. «ἄειντε καὶ σἂ σὰ μπλατσάρω».