θεομπαίχτης 10 Ιαν, 2017 Θ 0 Σχόλια 0 Θεομπαίχτης /ὁ/ (θεὸς-ἐμπαίζω) = ὁ ἐμπαίζων καὶ τὸν θεόν, θεοπλάνος, ἄπιστος, ἀπατεών.