ἀθάλη -ι
Ἀθάλη -ι: /ἡ, τὸ/ = αἰθάλη, κατάλοιπον καύσεως, τσίμπλα φυτιλιοῦ.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ἀθάλη (αἰθάλη) λέγεται ἡ ἕνεκα τοῦ καπνοῦ καὶ τῆς ἐπισωρεύσεως ἀπεσβημένη ἀνθρακιά, καὶ μάλιστα τῶν φούρνων. – φρ. σῦρε ὄξω τὴν ἀθάλη. – ῥ. ξαιθαλίζω, ξαιθάλισε = ἀναζωπύρησον. Τοῦτο δὲ γίνεται διὰ τοῦ σουδαύλου (συδαύλου) μακρᾶς ἐπὶ τούτῳ προσδιωρισμένης ῥάβδου.
Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός
Ετυμολογική σημείωση:
το αρχικό /a/ αντί του /e/ λόγω αφομοίωσης με το επόμενο /a/
(Π.Γ. Κριμπάς)