ζορμπαπλίκι (το) και ζορμπαλίκι
η επίδειξη παλικαρισμού , η αναιδής συμπεριφορά, ο σατραπισμός, η ενέργεια του ετσιθελισμού.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ζορμπαλίκι /τὸ/ (Τ. ζορπαλὴκ) = αὐθαιρεσία, βιαιότης, σατραπισμός.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης