ξαχουρδάω
γλιστράω, ξεγλιστράω.
φράση: “Εξαχούρδησα κι έπεσα μέσα στις λάσπες.”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ξαχουρδάω (έκ-χορδὴ -εύω, χόνδρος -όω) = διολισθαίνω ὡς τὸ περιεχόμενον ἐντέρου, ἐκφεύγω ἐπὶ χόνδρων (βότσαλα), ξεγλιστρῶ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ξαχουρδάω = γλιστράω, ξαχούρδισα (γλύστρισα).
Εξαχούρδισα, (εκ+χορδίζω): εκ χορδίστηκα = βρέθηκα εκτός χορδής, σε μη τονική μουσική συμφωνία, δηλ. παραφώνησα, και μεταφορικώς έπεσα ξαφνικά, κοινώς γλίστρησα, (εκ+λιστρώ), λίστρον = γυαλιστήρι. Μία από τις πλέον κοινότυπες λέξεις, εν χρήσει ακόμα στην Λευκάδα, φέρουσα χιλιετιών ακούσματα και βιώματα μουσικής παιδείας και πολιτισμού…
Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα